- πωπώ
- και ποπό! Νεπιφώνημα που δηλώνει: α) έκπληξη, θαυμασμό («πωπώ, τί μεγάλο ψάρι είναι αυτό!»)β) δυσαρέσκεια, αηδία («πωπώ, τί άσχημο κτήριο!»)γ) στενοχώρια («πωπώ, τί κακό που μάς βρήκε!»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πάω! πάω! ως επιφών. πόνου ή, κατ' άλλους < αρχ. επιφών. πόποι!].
Dictionary of Greek. 2013.